περουσιανός

περουσιανός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που κατάγεται από την ιταλική πόλη Περούτζια ή έχει σχέση με αυτήν
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. Περουσιανός, Περουσιανή
ο κάτοικος τής Περούτζια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περούτζια (λατ. Perusia) + κατάλ. -ιανός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”